- ερμαϊκός
- (I)-ή, -ό (AM Ἑρμαϊκός, -ή, -όν) [Ερμής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ερμή ή είναι όμοιος με τον Ερμή («ερμαϊκές στήλες» — τετράγωνες λίθινες ή μαρμάρινες στήλες με την κεφαλή τού θεού Ερμή που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως οδοδείκτες)αρχ.1. αυτός που αναφέρεται στον πλανήτη Ερμή2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἑρμαϊκοίμορφωμένοι άντρες, λόγιοι, φιλόλογοι (ως προστατευόμενοι από τον λόγιο Ερμή)3. στον πληθ. δώρο τού θεού Ερμή, απροσδόκητη τύχη, εύρημα, έρμαιο*.————————(II)-ή, -ό [Έρμος]αυτός που αναφέρεται στον ποταμό Έρμο («Ερμαϊκός ή Ερμαίος κόλπος» — ο κόλπος τής Σμύρνης, στον οποίο εκβάλλει ο ποταμός Έρμος.
Dictionary of Greek. 2013.